- φθονερᾷ
- φθονερόςenviousfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθονερά — φθονερός envious neut nom/voc/acc pl φθονερά̱ , φθονερός envious fem nom/voc/acc dual φθονερά̱ , φθονερός envious fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθονερᾶι — φθονερᾷ , φθονερός envious fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθονεράν — φθονερά̱ν , φθονερός envious fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθονεράς — φθονερά̱ς , φθονερός envious fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθονερός — ή, ό / φθονερός, ά, όν, ΝΜΑ, και φτονερός, ή, ό, Ν (για πρόσ.) αυτός που φθονεί, αυτός που κατέχεται από φθόνο νεοελλ. αυτός που προέρχεται από φθόνο ή φανερώνει φθόνο («φθονερά λόγια») μσν. αρχ. (για αισθήματα) δυσμενής αρχ. 1. χαρακτηρισμός τών … Dictionary of Greek
εφθονημένως — ἐφθονημένως (Α) επίρρ. φθονερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παθ. παρακμ. εφθονημένος τού ρ. φθονώ] … Dictionary of Greek
ζηλόφθονος — και ζηλόφτονος, η, ο ζηλιάρης, φθονερός, ζηλότυπος. επίρρ... ζηλοφθόνως και ζηλόφθονα με ζηλοφθονία, φθονερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος + φθόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ] … Dictionary of Greek
τελχινώδης — ή τελχινιώδης, ῶδες, Μ [Τελχίς, ῑνος] 1. επιβλαβής, κακός («τὴν ἐμαυτοῡ θρηνῶν τύχην, καὶ τελχινώδη ταύτην αποκαλῶν», Θεοφύλ. Βουλγ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τελχινῶδες φθονερά, με φθόνο («τελχινῶδες ἐμβλέπειν», Μιχ. Ακομ.) … Dictionary of Greek
υποφθόνως — Α επίρρ. φθονερά, εχθρικά («ὑποφθόνως καὶ οὐκέτι φιλικῶς εἶχον πρὸς τοὺς Ἀρκάδας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φθόνος, μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. *ὑπόφθονος] … Dictionary of Greek
φθονερώς — φθονερῶς ΝΜΑ, και φθονερά Ν βλ. φθονερός … Dictionary of Greek